ἰσοπληθῆ

ἰσοπληθῆ
ἰσοπληθής
equal in number
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἰσοπληθής
equal in number
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἰσοπληθής
equal in number
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοπληθής — ές (Α ἰσοπληθής, ές) ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.) αρχ. ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.). επίρρ... ισοπληθώς… …   Dictionary of Greek

  • ισοπληθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει ίδιο πλήθος με κάποιον άλλον: Ισοπληθή σύνολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”